Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὸν Χρύσην

См. также в других словарях:

  • ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …   Dictionary of Greek

  • Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

  • κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ …   Dictionary of Greek

  • στλεγγίδα — η / στλεγγίς, ίδος, ΝΑ, και οτεγγίς και στελγγίς και στελγίς και στελεγγίς και στεργίς και στλιγγίς και στρεγγίς και αρσ. τ. στλέγγος, Α (στην αρχ. Ελλάδα) είδος ξύστρας, συνήθως χάλκινης, σε σχήμα κυκλικού κοχλιαρίου την οποία χρησιμοποιούσαν οι …   Dictionary of Greek

  • AUREA Testudo — apud Auctorem Peripli, Rubri maris occurrit, in hisce eius verbis: Κατ᾿ αὐτὸν δὲ τὸν ποταμὸν νῆσός ἐςτιν Ω᾿κεάνιος ἐχάτη τῶ πρὰς ἀνατολτὴ μερῶν τῆς οἰκουμένης ὑπ᾿ αὐτὸν ἀνέχοντα τὸν ἥλιον κλειο μένη χρυσην̑ ἔχουσα χελώνην, Iuxta ipsum vero… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ICONICUM Simulacrum — apud Suet. Calig. c. 22. Templum etiam Numini suo proprium instituit. In Templo simulacrum stabat aureum iconicum: ex Graeco ἐικονικὸν, quid proprie sit, ex Plin. discimus l. 34. c. 4. Effigies hominum non solebant exprimi, nisi aliquâ illustri… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • AUREA Regio — an Insula, Graece χρυσῆ χώρα, memoratur Avieno, Inde fluenta Tenduntur Scythici longe maris in facis orium Eoae, qua Cyaneis erepit ab undis Insula, quae prisci signatur nominis usu Aurea: Dionysio, cuius verba is vertit, χρυσείη dicitur; estque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • όρπη — η, ΝΜΑ 1. μετάλλινο, συνήθως, εξάρτημα και κόσμημα, συνδυασμένο με περόνη, που χρησιμεύει για σύνδεση τών δύο άκρων ιμάντα, ζώνης ή και ενδύματος, το θηλυκωτήρι, η καρφίτσα, η κόπιτσα, η αγκράφα 2. (στην αρχ.) κόσμημα με το οποίο οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • ANCARIUS — Iudaeorum Deus, Martiali l. 11. Epigr. 95. de Theodoro Iudaeo, iura, verpe, per Ancharium: Sic enim legit Is. Vossius, seu ancarium; observans in optimo codice Thuanaeo, iam ante annos 800. exarato Anchalium legi, cum vulgo Anchialum habeatur.… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»